- απομακραίνω
- (αόρ. απομάκρυνα) 1. μετ. см. απομακρύνω;2. αμετ. см. απομακρύνομαι;
μην απομακραίνεις από τα ρηχά — не заплывай в глубокие места
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μην απομακραίνεις από τα ρηχά — не заплывай в глубокие места
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομακραίνω — βλ. απομακρύνω … Dictionary of Greek
απομακρύνω — και απομακραίνω υνα, ύ(ν)θηκα, υσμένος, πηγαίνω κάτι μακριά, μετατοπίζω: Να μην απομακρυθείς από δω, ώσπου να γυρίσω. Ουσ. απομάκρυνση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)