απομακραίνω

απομακραίνω
(αόρ. απομάκρυνα) 1. μετ. см. απομακρύνω;
2. αμετ. см. απομακρύνομαι;

μην απομακραίνεις από τα ρηχά — не заплывай в глубокие места


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απομακραίνω" в других словарях:

  • απομακραίνω — βλ. απομακρύνω …   Dictionary of Greek

  • απομακρύνω — και απομακραίνω υνα, ύ(ν)θηκα, υσμένος, πηγαίνω κάτι μακριά, μετατοπίζω: Να μην απομακρυθείς από δω, ώσπου να γυρίσω. Ουσ. απομάκρυνση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»